πρυτανείο(ν)

πρυτανείο(ν)
το / πρυτανεῑον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῑον και κρητ. τ. βρυτανεῑον Α
(στην αρχαιότητα)
1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά τού Θησέως, η οποία γειτνίαζε με το τέμενος τής Αγλαύρου, και στο οποίο συνέρχονταν οι πρυτάνεις και όπου, ιδίως στην Αθήνα, εκτός από τους πρυτάνεις, σιτίζονταν δημοσία δαπάνη και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως γραμματείς, κήρυκες, ξένοι πρεσβευτές, που κατά το διάστημα τής φιλοξενίας τους θεωρούνταν επίτιμοι προσκεκλημένοι τής πόλης, ή, τέλος Αθηναίοι ή και ξένοι πολίτες που είχαν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη (α. «κατὰ πόλεις ἀσκεῑτο πρυτανεῑά τε ἐχούσας καὶ ἄρχοντας», Θουκ.
β. «ἐν πρυτανείῳ δειπνεῑν», Αριστοφ.)
2. (κατ* επέκτ.) συμπόσιο στο οποίο συμμετείχε κανείς χωρίς καμιά χρηματική ή άλλη καταβολή («οὗ γὰρ μὴ τίθενται συμβολαί, πρυτανεῑα ταῡτα πάντα προσαγορεύεται», Τιμοκλ.)
3. στον πληθ. τὰ πρυτανεία
(αττ. δίκ.) χρηματικό ποσό που κατέθετε ο ενάγων κατά τις ιδιωτικές δίκες μαζί με την αναφορά του για τα αιτήματά του πριν από τη δικάσιμο, το οποίο ήταν ίσο με την κατά τού αντιδίκου απαίτηση και καταβαλλόταν για να καλύψει τα έξοδα τής δίκης ή πιθανά πρόστιμα σε περίπτωση ήττας τού κατηγόρου
αρχ.
1. κατώτατο δικαστήριο τών Αθηνών
2. μτφ. κέντρο, ιδίως πνευματικό («τῆς Ἑλλάδος αὐτὸ τὸ πρυτανεῑον τῆς σοφίας», Πλάτ.)
3. φρ. α) «δέχομαι τὰ πρυτανεῑα» — δέχομαι την καταβολή τού παραπάνω χρηματικού ποσού, δηλαδή επιτρέπω την εκδίκαση τής αγωγής
β) «τίθημι πρυτανεῑά τινι» — καταθέτω χρήματα εναντίον κάποιου, κάνω αγωγή εναντίον του
γ) «πρυτανεῑα ἐκτίνειν» — καταβάλλω το χρηματικό ποσό για την εκδίκαση τής αγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύτανις. Για τους διάφορους διαλεκτικούς τ. βλ. λ. πρύτανη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρυτανείο — το αρχαίο δημόσιο ίδρυμα, κάτι σαν το σημερινό δημαρχείο, όπου σιτίζονταν τιμητικά οι ξένοι πρέσβεις και όσοι πολίτες προσέφεραν μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη: Σίτιση στο πρυτανείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • αείσιτοι — Στην αρχαία Αθήνα, διατρέφονταν τιμής ένεκεν στο Πρυτανείο οι πολίτες που είχαν διακριθεί για μεγάλα κατορθώματα, καθώς και οι απόγονοί τους. Α. όμως λέγονταν και οι πρυτάνεις και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί που ήταν υποχρεωμένοι να μένουν διαρκώς… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • Πρυτανήϊον — τὸ, Α ιων. τ. βλ. πρυτανείο(ν) …   Dictionary of Greek

  • άλτις — Ιερός δασώδης χώρος στην Ολυμπία κατά την αρχαιότητα, όπου υπήρχαν ο ναός του Ολυμπίου Διός, το Ηραίο, το Πελόπειο, το Μητρώο, οι χάλκινοι ανδριάντες των Ολυμπιονικών, η στοά της Ηχούς, οι θησαυροί των πόλεων και το Πρυτανείο. Αργότερα χτίστηκαν… …   Dictionary of Greek

  • αείσιτος — ον (Α) αυτός που σιτίζεται, τρέφεται διαρκώς με έξοδα τής πολιτείας στο πρυτανείο «ὁ ἐφ ἑκάστῃ ἡμέρᾳ ἐν τῷ πρυτανείῳ δειπνῶν» (Ησύχιος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + σιτος < σῖτος. ΠΑΡ. αρχ. ἀεισιτία] …   Dictionary of Greek

  • αεισιτία — ἀεισιτία και ιων. ίη, η (Α) [ἀείσιτος] το προνόμιο να τρέφεται κανείς πάντοτε με έξοδα τής πολιτείας στο πρυτανείο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”